ποικιλόμητις

ποικιλόμητις
ποικῐλό-μητις, ιδος, , , = foreg.,
A

ἆται S.Fr.592.5

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόμητις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόμητις — ήτιδος, ὁ, ἡ, Α ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μῆτις, ιδος (πρβλ. αισχρό μητις)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλομήτιδες — ποικιλόμητις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόμητι — ποικιλόμητις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”